πρότυπος — η, ο / πρότυπος, ον, ΝΑ [τύπος] 1. αυτός που μπορεί να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα, υποδειγματικός 2. το ουδ. ως ουσ. το πρότυπο(ν) υπόδειγμα προϊόντος βάσει τού οποίου αναπαράγονται κατ απομίμηση άλλα όμοια προϊόντα, κν. μοντέλο νεοελλ. 1. τέλειος … Dictionary of Greek
ιδανικός — ή, ό (Α ἰδανικός, ή, όν) αυτός που συλλαμβάνεται μόνο με αφηρημένη σκέψη και δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, αυτός που υπάρχει κατ ιδέαν (α. «ιδανικός έρωτας» β. «τὸν ἰδανικόν κόσμον») νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να χρησιμεύσει ως πρότυπο, ο… … Dictionary of Greek
κλασικός — ή, ό (AM κλασσικός) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς και καλλιτέχνες («κλασικές σπουδές») 2. (για δημιουργό ή δημιούργημα) διαπρεπής, αναγνωρισμένος ως διάσημος, πρότυπος, δόκιμος, έγκριτος 3 … Dictionary of Greek
μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… … Dictionary of Greek
πρότυπο — το, ΝΑ βλ. πρότυπος … Dictionary of Greek
τέλειος — Επίθετο του Δία στην Τεγέα. Ο Τ. Δίας ή Τ. Ζευς ήταν προστάτης του γάμου. Κατά τον Παυσανία υπήρχε στην Τεγέα τετράγωνο άγαλμά του. * * * α, ο / τέλειος, εία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τελεία Ν, και τέλεος, έα, ον, Α 1. αυτός που έχει φθάσει στον… … Dictionary of Greek
υποδειγματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που χρησιμεύει ως υπόδειγμα, πρότυπος, τέλειος, ιδεώδης: Υποδειγματική διδασκαλία. 2. ο άξιος να χρησιμέψει ως υπόδειγμα, ο αξιομίμητος: Υποδειγματικοί τρόποι συμπεριφοράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)